- τραπεζιέρα
- η, Νβλ. τραπεζιέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραπεζιέρης — και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν 1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος 2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. ιέρης (πρβλ. καμαρ ιέρης)] … Dictionary of Greek